- τερατολογικός
- -ή, -όο σχετικός με την τερατολογία ή τον τερατολόγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τερατολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τερατολόγο ή στην τερατολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερατολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Κυπριανό] … Dictionary of Greek